Ετυμολογία
θεραπεία < αρχαία ελληνική θεραπεία (υπηρεσία, γιατρειά, ιατρική αγωγή)[1]
- το σύνολο των ενεργειών και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπιστεί μια ασθένεια ή άλλη ανεπιθύμητη κατάσταση και να αποκτήσει ξανά ο οργανισμός την καλή του υγεία
- (γενικότερα) το σύνολο των ενεργειών και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα
ιατρική
- επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ασθενειών και την καταπολέμησή τους
φάρμακον
- κάθε τι που παρασκευάζεται και επηρεάζει την υγεία ή τον ψυχισμό
- το σκεύασμα που θεραπεύει, το γιατρικό, το ίαμα
φάρμακα εσθλά, φάρμακα ήπια, φάρμακα πλαστά, φάρμακα βρώσιμα ή πότιμα
- (μεταφορικά) χρησιμοποιήθηκε από αρχαίους συγγραφείς και με την έννοια της παρηγοριάς ή της ανακούφισης
φάρμακον ἀρετᾶς ἐπί θανάτῳ (η αφοβία που παρέχει η αρετή έναντι του θανάτου)
- το μπαχαρικό για να νοστιμίζει ένα γεύμα
- το δηλητήριο
ανδροφόνα φάρμακα και φάρμακα θυμοφθόρα
- το μαγικό ποτό, το μαγικό φίλτρο, η μαγγανεία
γιατρικό, φάρμακο, μέσο θεραπείας
ίαση
ασθένεια
- η διαταραχή της κανονικής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού
-
διάγνωση / θεραπεία μιας ασθένειας
-
ψυχική / σωματική ασθένεια
-
-
πάθηση
-
- αρρώστια, ασθένεια
- η σχετική άσχημη κατάσταση ενός οργανισμού προσβεβλημένου από ασθένεια
άρρωστος, -η, -ο
- που δεν είναι καλά στην υγεία του
βότανο
- ποώδες φυτό
- (ειδικότερα) φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
- (κατ’ επέκταση) τμήμα φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες, συνήθως αποξηραμένο, αλλά και το υγρό παρασκεύασμα που φτιάχνεται από αυτό (αφέψημα, εκχύλισμα κλπ.)
-